Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λίζιος
λίην
λιθαγωγία
λιθαγωγός
λιθάζω
λιθαναβολεύς
λίθαξ
λιθαργύρινος
λιθάργυρος
λιθαργυροφανής
λιθάριον
λιθάς
λιθάσβεστος
λιθασμός
λιθαστής
λιθαστικός
λιθεία
λιθέμπορος
λίθεος
λιθηγός
λιθηλογής
View word page
λιθάριον
stone

ShortDef

stone

Debugging

Headword:
λιθάριον
Headword (normalized):
λιθάριον
Headword (normalized/stripped):
λιθαριον
IDX:
53107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53108
Key:

Data

{'content': 'stone'}