Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιγύφωνος
λιδρίον
λίζιος
λίην
λιθαγωγία
λιθαγωγός
λιθάζω
λιθαναβολεύς
λίθαξ
λιθαργύρινος
λιθάργυρος
λιθαργυροφανής
λιθάριον
λιθάς
λιθάσβεστος
λιθασμός
λιθαστής
λιθαστικός
λιθεία
λιθέμπορος
λίθεος
View word page
λιθάργυρος
litharge, lead monoxide

ShortDef

litharge, lead monoxide

Debugging

Headword:
λιθάργυρος
Headword (normalized):
λιθάργυρος
Headword (normalized/stripped):
λιθαργυρος
IDX:
53105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53106
Key:

Data

{'content': 'litharge, lead monoxide'}