Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιγυσφάραγος
λιγύφθογγος
λιγυφωνέω
λιγύφωνος
λιδρίον
λίζιος
λίην
λιθαγωγία
λιθαγωγός
λιθάζω
λιθαναβολεύς
λίθαξ
λιθαργύρινος
λιθάργυρος
λιθαργυροφανής
λιθάριον
λιθάς
λιθάσβεστος
λιθασμός
λιθαστής
λιθαστικός
View word page
λιθαναβολεύς
surgical instrument for extracting stone

ShortDef

surgical instrument for extracting stone

Debugging

Headword:
λιθαναβολεύς
Headword (normalized):
λιθαναβολεύς
Headword (normalized/stripped):
λιθαναβολευς
IDX:
53102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53103
Key:

Data

{'content': 'surgical instrument for extracting stone'}