Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγκυλωτός
ἄγκυρα
ἀγκυρίζω
ἀγκύριον
ἀγκύρισμα
ἀγκυρίτης
ἀγκυροβολέω
ἀγκυροβόλιον
ἀγκυροειδής
ἀγκυρομήλη
ἀγκυρουχία
ἀγκυρωτός
ἀγκών
ἀγκωνίζω
ἀγκώνιον
ἀγκωνισμός
ἀγκωνόδεσμος
ἀγκωνοειδής
ἀγλαέθειρος
Ἀγλαΐα
ἀγλαΐα
View word page
ἀγκυρουχία
a holding by the anchor

ShortDef

a holding by the anchor

Debugging

Headword:
ἀγκυρουχία
Headword (normalized):
ἀγκυρουχία
Headword (normalized/stripped):
αγκυρουχια
IDX:
530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-531
Key:

Data

{'content': 'a holding by the anchor'}