Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Λίγυς
λιγύς
Λιγυστικός
Λιγυστίνη
λιγυσφάραγος
λιγύφθογγος
λιγυφωνέω
λιγύφωνος
λιδρίον
λίζιος
λίην
λιθαγωγία
λιθαγωγός
λιθάζω
λιθαναβολεύς
λίθαξ
λιθαργύρινος
λιθάργυρος
λιθαργυροφανής
λιθάριον
λιθάς
View word page
λίην
too, excessively, greatly, very

ShortDef

too, excessively, greatly, very

Debugging

Headword:
λίην
Headword (normalized):
λίην
Headword (normalized/stripped):
λιην
IDX:
53098
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53099
Key:

Data

{'content': 'too, excessively, greatly, very'}