Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιγυρότης
Λίγυς
λιγύς
Λιγυστικός
Λιγυστίνη
λιγυσφάραγος
λιγύφθογγος
λιγυφωνέω
λιγύφωνος
λιδρίον
λίζιος
λίην
λιθαγωγία
λιθαγωγός
λιθάζω
λιθαναβολεύς
λίθαξ
λιθαργύρινος
λιθάργυρος
λιθαργυροφανής
λιθάριον
View word page
λίζιος
liege, loyal subject to a feudal superior

ShortDef

liege, loyal subject to a feudal superior

Debugging

Headword:
λίζιος
Headword (normalized):
λίζιος
Headword (normalized/stripped):
λιζιος
IDX:
53097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53098
Key:

Data

{'content': 'liege, loyal subject to a feudal superior'}