Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λιγυρός
λιγυρότης
Λίγυς
λιγύς
Λιγυστικός
Λιγυστίνη
λιγυσφάραγος
λιγύφθογγος
λιγυφωνέω
λιγύφωνος
λιδρίον
λίζιος
λίην
λιθαγωγία
λιθαγωγός
λιθάζω
λιθαναβολεύς
λίθαξ
λιθαργύρινος
λιθάργυρος
λιθαργυροφανής
View word page
λιδρίον
graze
ShortDef
graze
Debugging
Headword:
λιδρίον
Headword (normalized):
λιδρίον
Headword (normalized/stripped):
λιδριον
IDX:
53096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53097
Key:
Data
{'content': 'graze'}