Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λιγυρίζω
λιγυρός
λιγυρότης
Λίγυς
λιγύς
Λιγυστικός
Λιγυστίνη
λιγυσφάραγος
λιγύφθογγος
λιγυφωνέω
λιγύφωνος
λιδρίον
λίζιος
λίην
λιθαγωγία
λιθαγωγός
λιθάζω
λιθαναβολεύς
λίθαξ
λιθαργύρινος
λιθάργυρος
View word page
λιγύφωνος
clear-voiced, loud-voiced, screaming
ShortDef
clear-voiced, loud-voiced, screaming
Debugging
Headword:
λιγύφωνος
Headword (normalized):
λιγύφωνος
Headword (normalized/stripped):
λιγυφωνος
IDX:
53095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53096
Key:
Data
{'content': 'clear-voiced, loud-voiced, screaming'}