Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λιγουρά
λιγυάοιδος
λιγυηχής
λιγυκλαγγής
λιγύκροτος
λιγύμολπος
λιγύμυθος
λιγυπνείων
λιγύπνοιος
λιγυπτέρυγος
λιγυρίζω
λιγυρός
λιγυρότης
Λίγυς
λιγύς
Λιγυστικός
Λιγυστίνη
λιγυσφάραγος
λιγύφθογγος
λιγυφωνέω
λιγύφωνος
View word page
λιγυρίζω
sing loud
ShortDef
sing loud
Debugging
Headword:
λιγυρίζω
Headword (normalized):
λιγυρίζω
Headword (normalized/stripped):
λιγυριζω
IDX:
53085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53086
Key:
Data
{'content': 'sing loud'}