Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιγιπενές
λιγνυόεις
λιγνύς
λιγνυώδης
λίγξε
λιγουρά
λιγυάοιδος
λιγυηχής
λιγυκλαγγής
λιγύκροτος
λιγύμολπος
λιγύμυθος
λιγυπνείων
λιγύπνοιος
λιγυπτέρυγος
λιγυρίζω
λιγυρός
λιγυρότης
Λίγυς
λιγύς
Λιγυστικός
View word page
λιγύμολπος
clear-singing

ShortDef

clear-singing

Debugging

Headword:
λιγύμολπος
Headword (normalized):
λιγύμολπος
Headword (normalized/stripped):
λιγυμολπος
IDX:
53080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53081
Key:

Data

{'content': 'clear-singing'}