Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λίγδην
λίγδος
λιγιπενές
λιγνυόεις
λιγνύς
λιγνυώδης
λίγξε
λιγουρά
λιγυάοιδος
λιγυηχής
λιγυκλαγγής
λιγύκροτος
λιγύμολπος
λιγύμυθος
λιγυπνείων
λιγύπνοιος
λιγυπτέρυγος
λιγυρίζω
λιγυρός
λιγυρότης
Λίγυς
View word page
λιγυκλαγγής
shrill

ShortDef

shrill

Debugging

Headword:
λιγυκλαγγής
Headword (normalized):
λιγυκλαγγής
Headword (normalized/stripped):
λιγυκλαγγης
IDX:
53078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53079
Key:

Data

{'content': 'shrill'}