Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιγαίνω
Λιγάριος
λίγγω
λίγδην
λίγδος
λιγιπενές
λιγνυόεις
λιγνύς
λιγνυώδης
λίγξε
λιγουρά
λιγυάοιδος
λιγυηχής
λιγυκλαγγής
λιγύκροτος
λιγύμολπος
λιγύμυθος
λιγυπνείων
λιγύπνοιος
λιγυπτέρυγος
λιγυρίζω
View word page
λιγουρά
clear and plaintive

ShortDef

clear and plaintive

Debugging

Headword:
λιγουρά
Headword (normalized):
λιγουρά
Headword (normalized/stripped):
λιγουρα
IDX:
53075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53076
Key:

Data

{'content': 'clear and plaintive'}