Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λίγα
λιγαίνω
Λιγάριος
λίγγω
λίγδην
λίγδος
λιγιπενές
λιγνυόεις
λιγνύς
λιγνυώδης
λίγξε
λιγουρά
λιγυάοιδος
λιγυηχής
λιγυκλαγγής
λιγύκροτος
λιγύμολπος
λιγύμυθος
λιγυπνείων
λιγύπνοιος
λιγυπτέρυγος
View word page
λίγξε
twanged

ShortDef

twanged

Debugging

Headword:
λίγξε
Headword (normalized):
λίγξε
Headword (normalized/stripped):
λιγξε
IDX:
53074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53075
Key:

Data

{'content': 'twanged'}