Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λίβυον
Λιβυρνία
Λιβυρνικός
Λιβυρνίς
Λιβυρνοί
Λίβυς
Λίβυσσα
Λιβυφοῖνιξ
Λιβυφοίτης
λίγα
λιγαίνω
Λιγάριος
λίγγω
λίγδην
λίγδος
λιγιπενές
λιγνυόεις
λιγνύς
λιγνυώδης
λίγξε
λιγουρά
View word page
λιγαίνω
to cry aloud
ShortDef
to cry aloud
Debugging
Headword:
λιγαίνω
Headword (normalized):
λιγαίνω
Headword (normalized/stripped):
λιγαινω
IDX:
53065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53066
Key:
Data
{'content': 'to cry aloud'}