Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λίβελλος
λίβερτος
λιβικός
λιβόνοτος
λίβος
λιβρός
Λιβυάρχης
Λιβύη
Λιβύηθε
Λιβυκός
λίβυον
Λιβυρνία
Λιβυρνικός
Λιβυρνίς
Λιβυρνοί
Λίβυς
Λίβυσσα
Λιβυφοῖνιξ
Λιβυφοίτης
λίγα
λιγαίνω
View word page
λίβυον
wild lotus

ShortDef

wild lotus

Debugging

Headword:
λίβυον
Headword (normalized):
λίβυον
Headword (normalized/stripped):
λιβυον
IDX:
53055
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53056
Key:

Data

{'content': 'wild lotus'}