Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιβανωτοπώλης
λιβανωτός
λιβανωτοφόρος
λιβανωτρίς
λιβάς
λίβελλος
λίβερτος
λιβικός
λιβόνοτος
λίβος
λιβρός
Λιβυάρχης
Λιβύη
Λιβύηθε
Λιβυκός
λίβυον
Λιβυρνία
Λιβυρνικός
Λιβυρνίς
Λιβυρνοί
Λίβυς
View word page
λιβρός
dripping, wet

ShortDef

dripping, wet

Debugging

Headword:
λιβρός
Headword (normalized):
λιβρός
Headword (normalized/stripped):
λιβρος
IDX:
53050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53051
Key:

Data

{'content': 'dripping, wet'}