Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λιβανωτοπωλέω
λιβανωτοπώλης
λιβανωτός
λιβανωτοφόρος
λιβανωτρίς
λιβάς
λίβελλος
λίβερτος
λιβικός
λιβόνοτος
λίβος
λιβρός
Λιβυάρχης
Λιβύη
Λιβύηθε
Λιβυκός
λίβυον
Λιβυρνία
Λιβυρνικός
Λιβυρνίς
Λιβυρνοί
View word page
λίβος
a drop, trickle; tear drop
ShortDef
a drop, trickle; tear drop
Debugging
Headword:
λίβος
Headword (normalized):
λίβος
Headword (normalized/stripped):
λιβος
IDX:
53049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53050
Key:
Data
{'content': 'a drop, trickle; tear drop'}