Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιβανωτίζω
λιβανωτικός
λιβανώτινος
λιβανωτίς
λιβανωτίς2
λιβανωτοπωλέω
λιβανωτοπώλης
λιβανωτός
λιβανωτοφόρος
λιβανωτρίς
λιβάς
λίβελλος
λίβερτος
λιβικός
λιβόνοτος
λίβος
λιβρός
Λιβυάρχης
Λιβύη
Λιβύηθε
Λιβυκός
View word page
λιβάς
anything that drops: a spring, a stream

ShortDef

anything that drops: a spring, a stream

Debugging

Headword:
λιβάς
Headword (normalized):
λιβάς
Headword (normalized/stripped):
λιβας
IDX:
53044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53045
Key:

Data

{'content': 'anything that drops: a spring, a stream'}