Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιβανωτίδιον
λιβανωτίζω
λιβανωτικός
λιβανώτινος
λιβανωτίς
λιβανωτίς2
λιβανωτοπωλέω
λιβανωτοπώλης
λιβανωτός
λιβανωτοφόρος
λιβανωτρίς
λιβάς
λίβελλος
λίβερτος
λιβικός
λιβόνοτος
λίβος
λιβρός
Λιβυάρχης
Λιβύη
Λιβύηθε
View word page
λιβανωτρίς
censer

ShortDef

censer

Debugging

Headword:
λιβανωτρίς
Headword (normalized):
λιβανωτρίς
Headword (normalized/stripped):
λιβανωτρις
IDX:
53043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53044
Key:

Data

{'content': 'censer'}