Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Λίβανος
λίβανος
λιβανοφόρος
λιβανόχροος
λιβανώδης
λιβανωτίδιον
λιβανωτίζω
λιβανωτικός
λιβανώτινος
λιβανωτίς
λιβανωτίς2
λιβανωτοπωλέω
λιβανωτοπώλης
λιβανωτός
λιβανωτοφόρος
λιβανωτρίς
λιβάς
λίβελλος
λίβερτος
λιβικός
λιβόνοτος
View word page
λιβανωτίς2
[censer > λιβανωτρίς]

ShortDef

rosemary frankincense
[censer > λιβανωτρίς]

Debugging

Headword:
λιβανωτίς2
Headword (normalized):
λιβανωτίς
Headword (normalized/stripped):
λιβανωτις2
IDX:
53038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53039
Key:

Data

{'content': '[censer > λιβανωτρίς]'}