Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιβάνινος
λιβανοθήκη
λιβανοκαΐα
λιβανόμαντις
λιβανόομαι
Λίβανος
λίβανος
λιβανοφόρος
λιβανόχροος
λιβανώδης
λιβανωτίδιον
λιβανωτίζω
λιβανωτικός
λιβανώτινος
λιβανωτίς
λιβανωτίς2
λιβανωτοπωλέω
λιβανωτοπώλης
λιβανωτός
λιβανωτοφόρος
λιβανωτρίς
View word page
λιβανωτίδιον
small censer

ShortDef

small censer

Debugging

Headword:
λιβανωτίδιον
Headword (normalized):
λιβανωτίδιον
Headword (normalized/stripped):
λιβανωτιδιον
IDX:
53033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53034
Key:

Data

{'content': 'small censer'}