Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμφισφάλλω
ἀμφίσφαλσις
ἀμφίσφυρα
ἀμφιταλαντεύω
ἀμφιτανύω
ἀμφιτάπης
ἀμφιταράσσομαι
ἀμφιτείνομαι
ἀμφιτειχής
ἀμφιτέμνω
ἀμφίτερμος
ἀμφιτεύχω
ἀμφιτίθημι
ἀμφιτιμάομαι
ἀμφιτινάσσω
ἀμφιτιττυβίζω
ἀμφίτομος
ἀμφιτόμος
ἀμφίτορνος
ἀμφιτράχηλος
ἀμφιτρέμω
View word page
ἀμφίτερμος
bounded on all sides, hedged about

ShortDef

bounded on all sides, hedged about

Debugging

Headword:
ἀμφίτερμος
Headword (normalized):
ἀμφίτερμος
Headword (normalized/stripped):
αμφιτερμος
IDX:
5302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5303
Key:

Data

{'content': 'bounded on all sides, hedged about'}