Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λιάζω2
λίαν
λιαρός
λιβάδιον
λιβάζω
λιβανίζω
λιβάνινος
λιβανοθήκη
λιβανοκαΐα
λιβανόμαντις
λιβανόομαι
Λίβανος
λίβανος
λιβανοφόρος
λιβανόχροος
λιβανώδης
λιβανωτίδιον
λιβανωτίζω
λιβανωτικός
λιβανώτινος
λιβανωτίς
View word page
λιβανόομαι
to be mixed with frankincense
ShortDef
to be mixed with frankincense
Debugging
Headword:
λιβανόομαι
Headword (normalized):
λιβανόομαι
Headword (normalized/stripped):
λιβανοομαι
IDX:
53027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53028
Key:
Data
{'content': 'to be mixed with frankincense'}