Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λιάζομαι
λιάζω2
λίαν
λιαρός
λιβάδιον
λιβάζω
λιβανίζω
λιβάνινος
λιβανοθήκη
λιβανοκαΐα
λιβανόμαντις
λιβανόομαι
Λίβανος
λίβανος
λιβανοφόρος
λιβανόχροος
λιβανώδης
λιβανωτίδιον
λιβανωτίζω
λιβανωτικός
λιβανώτινος
View word page
λιβανόμαντις
one that divines from the smoke of frankincense
ShortDef
one that divines from the smoke of frankincense
Debugging
Headword:
λιβανόμαντις
Headword (normalized):
λιβανόμαντις
Headword (normalized/stripped):
λιβανομαντις
IDX:
53026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53027
Key:
Data
{'content': 'one that divines from the smoke of frankincense'}