Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λήτωρ
λῆψις
ληψολιγόμισθος
λιάζομαι
λιάζω2
λίαν
λιαρός
λιβάδιον
λιβάζω
λιβανίζω
λιβάνινος
λιβανοθήκη
λιβανοκαΐα
λιβανόμαντις
λιβανόομαι
Λίβανος
λίβανος
λιβανοφόρος
λιβανόχροος
λιβανώδης
λιβανωτίδιον
View word page
λιβάνινος
made of frankincense

ShortDef

made of frankincense

Debugging

Headword:
λιβάνινος
Headword (normalized):
λιβάνινος
Headword (normalized/stripped):
λιβανινος
IDX:
53023
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53024
Key:

Data

{'content': 'made of frankincense'}