Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Λητώ
Λητῷος
λήτωρ
λῆψις
ληψολιγόμισθος
λιάζομαι
λιάζω2
λίαν
λιαρός
λιβάδιον
λιβάζω
λιβανίζω
λιβάνινος
λιβανοθήκη
λιβανοκαΐα
λιβανόμαντις
λιβανόομαι
Λίβανος
λίβανος
λιβανοφόρος
λιβανόχροος
View word page
λιβάζω
to let fall in drops

ShortDef

to let fall in drops

Debugging

Headword:
λιβάζω
Headword (normalized):
λιβάζω
Headword (normalized/stripped):
λιβαζω
IDX:
53021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53022
Key:

Data

{'content': 'to let fall in drops'}