Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Λητοΐδης
Λητώ
Λητῷος
λήτωρ
λῆψις
ληψολιγόμισθος
λιάζομαι
λιάζω2
λίαν
λιαρός
λιβάδιον
λιβάζω
λιβανίζω
λιβάνινος
λιβανοθήκη
λιβανοκαΐα
λιβανόμαντις
λιβανόομαι
Λίβανος
λίβανος
λιβανοφόρος
View word page
λιβάδιον
a small stream
ShortDef
a small stream
Debugging
Headword:
λιβάδιον
Headword (normalized):
λιβάδιον
Headword (normalized/stripped):
λιβαδιον
IDX:
53020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53021
Key:
Data
{'content': 'a small stream'}