Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Λητογενής
Λητοΐδης
Λητώ
Λητῷος
λήτωρ
λῆψις
ληψολιγόμισθος
λιάζομαι
λιάζω2
λίαν
λιαρός
λιβάδιον
λιβάζω
λιβανίζω
λιβάνινος
λιβανοθήκη
λιβανοκαΐα
λιβανόμαντις
λιβανόομαι
Λίβανος
λίβανος
View word page
λιαρός
warm
ShortDef
warm
Debugging
Headword:
λιαρός
Headword (normalized):
λιαρός
Headword (normalized/stripped):
λιαρος
IDX:
53019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53020
Key:
Data
{'content': 'warm'}