Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λῄταρχος
λῄτειρα
Λητογενής
Λητοΐδης
Λητώ
Λητῷος
λήτωρ
λῆψις
ληψολιγόμισθος
λιάζομαι
λιάζω2
λίαν
λιαρός
λιβάδιον
λιβάζω
λιβανίζω
λιβάνινος
λιβανοθήκη
λιβανοκαΐα
λιβανόμαντις
λιβανόομαι
View word page
λιάζω2
to be over-enthusiastic

ShortDef

to be over-enthusiastic

Debugging

Headword:
λιάζω2
Headword (normalized):
λιάζω
Headword (normalized/stripped):
λιαζω2
IDX:
53017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53018
Key:

Data

{'content': 'to be over-enthusiastic'}