Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λῃστρών
λῄταρχος
λῄτειρα
Λητογενής
Λητοΐδης
Λητώ
Λητῷος
λήτωρ
λῆψις
ληψολιγόμισθος
λιάζομαι
λιάζω2
λίαν
λιαρός
λιβάδιον
λιβάζω
λιβανίζω
λιβάνινος
λιβανοθήκη
λιβανοκαΐα
λιβανόμαντις
View word page
λιάζομαι
to bend, incline

ShortDef

to bend, incline

Debugging

Headword:
λιάζομαι
Headword (normalized):
λιάζομαι
Headword (normalized/stripped):
λιαζομαι
IDX:
53016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53017
Key:

Data

{'content': 'to bend, incline'}