Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λῃστρίς
λῃστρών
λῄταρχος
λῄτειρα
Λητογενής
Λητοΐδης
Λητώ
Λητῷος
λήτωρ
λῆψις
ληψολιγόμισθος
λιάζομαι
λιάζω2
λίαν
λιαρός
λιβάδιον
λιβάζω
λιβανίζω
λιβάνινος
λιβανοθήκη
λιβανοκαΐα
View word page
ληψολιγόμισθος
taking low pay

ShortDef

taking low pay

Debugging

Headword:
ληψολιγόμισθος
Headword (normalized):
ληψολιγόμισθος
Headword (normalized/stripped):
ληψολιγομισθος
IDX:
53015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53016
Key:

Data

{'content': 'taking low pay'}