Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λῃστρικός
λῃστρίς
λῃστρών
λῄταρχος
λῄτειρα
Λητογενής
Λητοΐδης
Λητώ
Λητῷος
λήτωρ
λῆψις
ληψολιγόμισθος
λιάζομαι
λιάζω2
λίαν
λιαρός
λιβάδιον
λιβάζω
λιβανίζω
λιβάνινος
λιβανοθήκη
View word page
λῆψις
a taking hold, seizing, catching, seizure
ShortDef
a taking hold, seizing, catching, seizure
Debugging
Headword:
λῆψις
Headword (normalized):
λῆψις
Headword (normalized/stripped):
ληψις
IDX:
53014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53015
Key:
Data
{'content': 'a taking hold, seizing, catching, seizure'}