Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λῃστοπιαστής
λῃστοσαλπιγκτής
λῃστρικός
λῃστρίς
λῃστρών
λῄταρχος
λῄτειρα
Λητογενής
Λητοΐδης
Λητώ
Λητῷος
λήτωρ
λῆψις
ληψολιγόμισθος
λιάζομαι
λιάζω2
λίαν
λιαρός
λιβάδιον
λιβάζω
λιβανίζω
View word page
Λητῷος
of or born from Leto

ShortDef

of or born from Leto

Debugging

Headword:
Λητῷος
Headword (normalized):
λητῷος
Headword (normalized/stripped):
λητωος
IDX:
53012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53013
Key:

Data

{'content': 'of or born from Leto'}