Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λῃστοκτόνος
λῃστοπιαστής
λῃστοσαλπιγκτής
λῃστρικός
λῃστρίς
λῃστρών
λῄταρχος
λῄτειρα
Λητογενής
Λητοΐδης
Λητώ
Λητῷος
λήτωρ
λῆψις
ληψολιγόμισθος
λιάζομαι
λιάζω2
λίαν
λιαρός
λιβάδιον
λιβάζω
View word page
Λητώ
Leto

ShortDef

Leto

Debugging

Headword:
Λητώ
Headword (normalized):
λητώ
Headword (normalized/stripped):
λητω
IDX:
53011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53012
Key:

Data

{'content': 'Leto'}