Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λῃστοδιώκτης
λῃστοκτόνος
λῃστοπιαστής
λῃστοσαλπιγκτής
λῃστρικός
λῃστρίς
λῃστρών
λῄταρχος
λῄτειρα
Λητογενής
Λητοΐδης
Λητώ
Λητῷος
λήτωρ
λῆψις
ληψολιγόμισθος
λιάζομαι
λιάζω2
λίαν
λιαρός
λιβάδιον
View word page
Λητοΐδης
son of Leto
ShortDef
son of Leto
Debugging
Headword:
Λητοΐδης
Headword (normalized):
λητοΐδης
Headword (normalized/stripped):
λητοιδης
IDX:
53010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53011
Key:
Data
{'content': 'son of Leto'}