Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λῆστις
λῃστοδιώκτης
λῃστοκτόνος
λῃστοπιαστής
λῃστοσαλπιγκτής
λῃστρικός
λῃστρίς
λῃστρών
λῄταρχος
λῄτειρα
Λητογενής
Λητοΐδης
Λητώ
Λητῷος
λήτωρ
λῆψις
ληψολιγόμισθος
λιάζομαι
λιάζω2
λίαν
λιαρός
View word page
Λητογενής
born of Leto

ShortDef

born of Leto

Debugging

Headword:
Λητογενής
Headword (normalized):
λητογενής
Headword (normalized/stripped):
λητογενης
IDX:
53009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53010
Key:

Data

{'content': 'born of Leto'}