Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λῃστήρ
λῃστήριον
λῃστής
λῃστικός
λῆστις
λῃστοδιώκτης
λῃστοκτόνος
λῃστοπιαστής
λῃστοσαλπιγκτής
λῃστρικός
λῃστρίς
λῃστρών
λῄταρχος
λῄτειρα
Λητογενής
Λητοΐδης
Λητώ
Λητῷος
λήτωρ
λῆψις
ληψολιγόμισθος
View word page
λῃστρίς
a pirate
ShortDef
a pirate
Debugging
Headword:
λῃστρίς
Headword (normalized):
λῃστρίς
Headword (normalized/stripped):
ληστρις
IDX:
53005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53006
Key:
Data
{'content': 'a pirate'}