Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λῃστεύω
λῃστήρ
λῃστήριον
λῃστής
λῃστικός
λῆστις
λῃστοδιώκτης
λῃστοκτόνος
λῃστοπιαστής
λῃστοσαλπιγκτής
λῃστρικός
λῃστρίς
λῃστρών
λῄταρχος
λῄτειρα
Λητογενής
Λητοΐδης
Λητώ
Λητῷος
λήτωρ
λῆψις
View word page
λῃστρικός
piratical

ShortDef

piratical

Debugging

Headword:
λῃστρικός
Headword (normalized):
λῃστρικός
Headword (normalized/stripped):
ληστρικος
IDX:
53004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53005
Key:

Data

{'content': 'piratical'}