Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀβαρβάριστος
ἀβαρής
ἄβαρις
Ἀβαρνίς
Ἄβας
ἀβασάνιστος
ἀβασίλευτος
ἀβασκάνιστος
ἀβάσκανος
ἀβάσκαντος
ἀβάστακτος
ἀβατόομαι
ἄβατος
ἀββα
ΑΒΓ
ἀβδέλυκτος
Ἄβδηρα
Ἀβδηρίτης
Ἀβδηριτικός
ἄβδης
ἀβέβαιος
View word page
ἀβάστακτος
not to be carried

ShortDef

not to be carried

Debugging

Headword:
ἀβάστακτος
Headword (normalized):
ἀβάστακτος
Headword (normalized/stripped):
αβαστακτος
IDX:
52
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53
Key:

Data

{'content': 'not to be carried'}