Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λησμονηθέντες
λησμοσύνη
λήσμων
λῃστάρχης
λῄσταρχος
λῃστεία
λῃστεύω
λῃστήρ
λῃστήριον
λῃστής
λῃστικός
λῆστις
λῃστοδιώκτης
λῃστοκτόνος
λῃστοπιαστής
λῃστοσαλπιγκτής
λῃστρικός
λῃστρίς
λῃστρών
λῄταρχος
λῄτειρα
View word page
λῃστικός
inclined to rob, piratical, buccaneering

ShortDef

inclined to rob, piratical, buccaneering

Debugging

Headword:
λῃστικός
Headword (normalized):
λῃστικός
Headword (normalized/stripped):
ληστικος
IDX:
52998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52999
Key:

Data

{'content': 'inclined to rob, piratical, buccaneering'}