Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λῆσις
λησμονηθέντες
λησμοσύνη
λήσμων
λῃστάρχης
λῄσταρχος
λῃστεία
λῃστεύω
λῃστήρ
λῃστήριον
λῃστής
λῃστικός
λῆστις
λῃστοδιώκτης
λῃστοκτόνος
λῃστοπιαστής
λῃστοσαλπιγκτής
λῃστρικός
λῃστρίς
λῃστρών
λῄταρχος
View word page
λῃστής
a robber, plunderer

ShortDef

a robber, plunderer

Debugging

Headword:
λῃστής
Headword (normalized):
λῃστής
Headword (normalized/stripped):
ληστης
IDX:
52997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52998
Key:

Data

{'content': 'a robber, plunderer'}