Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ληρώδης
ληρωδία
λησίμβροτος
λῆσις
λησμονηθέντες
λησμοσύνη
λήσμων
λῃστάρχης
λῄσταρχος
λῃστεία
λῃστεύω
λῃστήρ
λῃστήριον
λῃστής
λῃστικός
λῆστις
λῃστοδιώκτης
λῃστοκτόνος
λῃστοπιαστής
λῃστοσαλπιγκτής
λῃστρικός
View word page
λῃστεύω
to be a robber: to carry on a piratical

ShortDef

to be a robber: to carry on a piratical

Debugging

Headword:
λῃστεύω
Headword (normalized):
λῃστεύω
Headword (normalized/stripped):
ληστευω
IDX:
52994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52995
Key:

Data

{'content': 'to be a robber: to carry on a piratical'}