Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ληρωδέω
ληρώδης
ληρωδία
λησίμβροτος
λῆσις
λησμονηθέντες
λησμοσύνη
λήσμων
λῃστάρχης
λῄσταρχος
λῃστεία
λῃστεύω
λῃστήρ
λῃστήριον
λῃστής
λῃστικός
λῆστις
λῃστοδιώκτης
λῃστοκτόνος
λῃστοπιαστής
λῃστοσαλπιγκτής
View word page
λῃστεία
a robber's life, robbery, piracy, buccaneering

ShortDef

a robber's life, robbery, piracy, buccaneering

Debugging

Headword:
λῃστεία
Headword (normalized):
λῃστεία
Headword (normalized/stripped):
ληστεια
IDX:
52993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52994
Key:

Data

{'content': "a robber's life, robbery, piracy, buccaneering"}