Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λῆρος2
ληρωδέω
ληρώδης
ληρωδία
λησίμβροτος
λῆσις
λησμονηθέντες
λησμοσύνη
λήσμων
λῃστάρχης
λῄσταρχος
λῃστεία
λῃστεύω
λῃστήρ
λῃστήριον
λῃστής
λῃστικός
λῆστις
λῃστοδιώκτης
λῃστοκτόνος
λῃστοπιαστής
View word page
λῄσταρχος
a captain of robbers

ShortDef

a captain of robbers

Debugging

Headword:
λῄσταρχος
Headword (normalized):
λῄσταρχος
Headword (normalized/stripped):
λησταρχος
IDX:
52992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52993
Key:

Data

{'content': 'a captain of robbers'}