Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λῆρος
λῆρος2
ληρωδέω
ληρώδης
ληρωδία
λησίμβροτος
λῆσις
λησμονηθέντες
λησμοσύνη
λήσμων
λῃστάρχης
λῄσταρχος
λῃστεία
λῃστεύω
λῃστήρ
λῃστήριον
λῃστής
λῃστικός
λῆστις
λῃστοδιώκτης
λῃστοκτόνος
View word page
λῃστάρχης
a captain of robbers

ShortDef

a captain of robbers

Debugging

Headword:
λῃστάρχης
Headword (normalized):
λῃστάρχης
Headword (normalized/stripped):
λησταρχης
IDX:
52991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52992
Key:

Data

{'content': 'a captain of robbers'}