Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ληρέω
λήρημα
λήρησις
λῆρος
λῆρος2
ληρωδέω
ληρώδης
ληρωδία
λησίμβροτος
λῆσις
λησμονηθέντες
λησμοσύνη
λήσμων
λῃστάρχης
λῄσταρχος
λῃστεία
λῃστεύω
λῃστήρ
λῃστήριον
λῃστής
λῃστικός
View word page
λησμονηθέντες
illimati

ShortDef

illimati

Debugging

Headword:
λησμονηθέντες
Headword (normalized):
λησμονηθέντες
Headword (normalized/stripped):
λησμονηθεντες
IDX:
52988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52989
Key:

Data

{'content': 'illimati'}