Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ληπτός
ληρέω
λήρημα
λήρησις
λῆρος
λῆρος2
ληρωδέω
ληρώδης
ληρωδία
λησίμβροτος
λῆσις
λησμονηθέντες
λησμοσύνη
λήσμων
λῃστάρχης
λῄσταρχος
λῃστεία
λῃστεύω
λῃστήρ
λῃστήριον
λῃστής
View word page
λῆσις
= λῆστις

ShortDef

= λῆστις

Debugging

Headword:
λῆσις
Headword (normalized):
λῆσις
Headword (normalized/stripped):
λησις
IDX:
52987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52988
Key:

Data

{'content': '= λῆστις'}