Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λήπτης
ληπτικός
ληπτός
ληρέω
λήρημα
λήρησις
λῆρος
λῆρος2
ληρωδέω
ληρώδης
ληρωδία
λησίμβροτος
λῆσις
λησμονηθέντες
λησμοσύνη
λήσμων
λῃστάρχης
λῄσταρχος
λῃστεία
λῃστεύω
λῃστήρ
View word page
ληρωδία
frivolous talk

ShortDef

frivolous talk

Debugging

Headword:
ληρωδία
Headword (normalized):
ληρωδία
Headword (normalized/stripped):
ληρωδια
IDX:
52985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52986
Key:

Data

{'content': 'frivolous talk'}