Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ληπτέος
λήπτης
ληπτικός
ληπτός
ληρέω
λήρημα
λήρησις
λῆρος
λῆρος2
ληρωδέω
ληρώδης
ληρωδία
λησίμβροτος
λῆσις
λησμονηθέντες
λησμοσύνη
λήσμων
λῃστάρχης
λῄσταρχος
λῃστεία
λῃστεύω
View word page
ληρώδης
frivolous, silly
ShortDef
frivolous, silly
Debugging
Headword:
ληρώδης
Headword (normalized):
ληρώδης
Headword (normalized/stripped):
ληρωδης
IDX:
52984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52985
Key:
Data
{'content': 'frivolous, silly'}