Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ληξίφωτος
ληπτέος
λήπτης
ληπτικός
ληπτός
ληρέω
λήρημα
λήρησις
λῆρος
λῆρος2
ληρωδέω
ληρώδης
ληρωδία
λησίμβροτος
λῆσις
λησμονηθέντες
λησμοσύνη
λήσμων
λῃστάρχης
λῄσταρχος
λῃστεία
View word page
ληρωδέω
talk frivolously
ShortDef
talk frivolously
Debugging
Headword:
ληρωδέω
Headword (normalized):
ληρωδέω
Headword (normalized/stripped):
ληρωδεω
IDX:
52983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52984
Key:
Data
{'content': 'talk frivolously'}